- ισοφόρος
- ἰσοφόρος, -ον (Α)αυτός που φέρει ή έλκει ίσα βάρη «βόες ἥλικες... ἰσοφόροι», Ομ.Οδ)..[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο)-* + -φόρος (< φέρω), πρβλ. δρεπανη-φόρος, καρπο-φόρος. Η παροξυτονία προσδίδει στο συνθ. ενεργ. σημασία].
Dictionary of Greek. 2013.