ισοφόρος

ισοφόρος
ἰσοφόρος, -ον (Α)
αυτός που φέρει ή έλκει ίσα βάρη «βόες ἥλικες... ἰσοφόροι», Ομ.Οδ)..
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο)-* + -φόρος (< φέρω), πρβλ. δρεπανη-φόρος, καρπο-φόρος. Η παροξυτονία προσδίδει στο συνθ. ενεργ. σημασία].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ισόφορος — ἰσόφορος, ον (Α) (για ορχηστή) αυτός που κινείται με κανονικό ρυθμό. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο) * + φόρος (< φέρω), πρβλ. θεό φορος φαρετρή φορος] …   Dictionary of Greek

  • ἰσοφόρως — ἰσοφόρος bearing adverbial ἰσοφόρος bearing masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἰσοφόρα — ἰσοφόρος bearing neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἰσοφόροι — ἰσοφόρος bearing masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ισ(ο)- — (ΑΜ ἰσ[ο]) α συνθ. λέξεων τής Αρχαίας Μεσαιωνικής και Νέας Ελληνικής με μεγάλη παραγωγικότητα που σημαίνει: α) ισότητα ή ομοιότητα προς αυτό που δηλώνει το β συνθ. (ἴσανδρος, ἰσάνθρωπος, ἰσαπόστολος) β) ισοδυναμία ή ισοτιμία τού α προς το β συνθ …   Dictionary of Greek

  • ισοφορία — ἰσοφορία, ἡ (Α) [ισόφορος] κανονική, αρμονική κίνηση χορευτών …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”